παρέπλαγξεν

παρέπλαγξεν
παραπλάζω
cause to wander from the right way
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραπλάζω — Α 1. εκτρέπω κάποιον από την ευθεία οδό, παραπλανώ 2. παρασύρω ναύτες από την πορεία τους 3. μτφ. περιπλέκω, συγχέω («παρέπλαγξεν δὲ νόημα», Ομ. Οδ.) 4. παρεκτρέπομαι («κραδίη παραπλάζουσα μέμηνε», Νίκ.) 5. παθ. πλανώμαι, πέφτω σε σφάλμα. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”